Κανείς ισορροπημένος άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η βία και η συνακόλουθη εγκληματικότητα είναι φυσιολογικές εκδηλώσεις μέσα στην οργανωμένη κοινωνία και ότι δεν πειράζει, αν πότε-πότε κάποιος ληστεύεται ή δολοφονείται. Αυτό εθεωρείτο από πάντα αντικοινωνική- παραβατική συμπεριφορά και η νομοθεσία από την εποχή του Χαμουραμπί και από πολύ πιο πριν ακόμα την καταδίκαζε και την τιμωρούσε.
Μπορεί η βία στη φύση να θεωρείται απαραίτητη για την επιβίωση των ειδών και η απουσία της να αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα για το ζωικό μας πρόγονο.
Από τη στιγμή όμως που ο πρόγονός μας ξεκίνησε να δημιουργεί πολιτισμό, η βία και τα αποτελέσματά της πήραν ηθική χροιά και εμφανίστηκε και ο όρος εγκληματικότητα για να δηλώσει την παραβίαση των νόμων που η δικαιοσύνη τιμωρεί. Επομένως κανείς λογικός άνθρωπος δεν είναι δυνατό να εκτιμά τους μαχαιροβγάλτες, τους μαφιόζους, τους ληστές τραπεζών και τους δολοφόνους αθώων ανθρώπων.
Ή μήπως όχι;
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που ο κόσμος αθέλητα στρέφεται με συμπάθεια προς τέτοιες εγκληματικές φυσιογνωμίες για λόγους που μόνο η ψυχιατρική μπορεί να εξηγήσει. Βιαστές και δολοφόνοι γυναικών γίνονται αντικείμενο λατρείας άλλων γυναικών που τους στέλνουν ερωτικά γράμματα στη φυλακή. Ληστές και φονιάδες αντιμετωπίζονται από μια μερίδα της κοινής γνώμης με θαυμασμό περίπου σαν ήρωες πολέμου. Το αιμομικτικό, δολοφονικό ζεύγος Μπόνι και Κλάιντ έγινε ακόμα και κινηματογραφική ταινία και οι θεατές πολύ τους συμπάθησαν, έτσι όπως τους απέδωσε στην οθόνη ο Άρθουρ Πεν.
Να είναι άραγε αυτό ένας μακρινός απόηχος του θαυμασμού που νιώθουμε για τα ισχυρά αρσενικά που επέβαλλαν κάποτε τη βία; Γίνονται αυτοί ένα είδος λαϊκών ηρώων σε εποχές που δεν υπάρχει πόλεμος για να αναδείξει αυθεντικούς ήρωες; Το να τα βάζει κάποιος με μια ολόκληρη κοινωνία και με μια αστυνομία που τον κυνηγά ανελέητα κι αν τον τσακώσει είναι βέβαιο ότι θα τον κάνει κόσκινο από τις σφαίρες, του προσδίδει μια γοητεία, στην οποία ο απλός κόσμος δεν μπορεί να αντισταθεί;
Αυτό είναι ένα ζητούμενο.
Όπως ζητούμενο είναι γιατί σε εποχές ειρήνης φαίνεται να αυξάνεται η κοινωνική βία και η εγκληματικότητα, ενώ από την άλλη η Πολιτεία δείχνει ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το σοβαρό πρόβλημα.
Σκοτεινοί τύποι βρίσκουν την ευκαιρία σε ειρηνικές διαδηλώσεις να καταστρέψουν καταστήματα, να βάλουν φωτιές, να τραυματίσουν, ακόμα και να σκοτώσουν άσχετους πολίτες. Στα γήπεδα η βία είναι πολλές φορές ανεξέλεγκτη, γίνονται καταστροφές, πέφτει ξύλο, φίλαθλοι τραυματίζονται, οι δρόμοι πλημμυρίζουν από εξαγριωμένους νεαρούς και τρέμει κανείς μη βρεθεί στο διάβα τους. Βόμβες εκρήγνυνται πού και πού, άνθρωποι διαμελίζονται.
Συμμορίες λυμαίνονται τις συνοικίες, καμιά φορά δολοφονούν αυτούς που ληστεύουν, άλλοτε απλώς τους γρονθοκοπούν. Κατόπιν στην τηλεόραση εμφανίζονται νομοταγείς πολίτες που σείουν απειλητικά τις καραμπίνες τους, έτοιμοι να ξεπαστρέψουν τους ληστές που θα τολμήσουν να παραβιάσουν τον ιδιωτικό τους χώρο.
Μια διάχυτη πεποίθηση επικρατεί ότι πια τα πράγματα δεν μπορούν να ελεγχθούν, ότι πάνε από το κακό στο χειρότερο, ότι είμαστε όλοι έρμαια της βίας και της εγκληματικότητας που δεν μπορεί κανείς να αναχαιτίσει. Πολλές αναλύσεις και συζητήσεις γίνονται γι’ αυτό το θέμα και αναζητούνται οι υπαίτιοι που άλλοτε είναι η ανεπαρκής αστυνόμευση, άλλοτε η έλλειψη αγωγής από την οικογένεια και το σχολείο, άλλοτε οι αλλοδαποί, άλλοτε τα video games, άλλοτε η χαλάρωση των ηθών, άλλοτε η τηλεόραση και άλλοτε όλα αυτά μαζί. Κατηγορούνται επίσης η σύγχρονη τάση για εύκολο πλουτισμό και η απληστία που παρασύρουν πολλά άτομα με χαλαρή συνείδηση σε βίαιες αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Έχει όμως πράγματι αυξηθεί τόσο πολύ η εγκληματικότητα ή έχει αυξηθεί η ενημέρωσή μας γι αυτήν; Φαίνεται ότι μάλλον έχουν αυξηθεί και τα δύο.
Μια άλλη πλευρά αυτού του προβλήματος είναι κατά πόσον η βία και η εγκληματικότητα λειτουργούν σαν ασφαλιστική δικλίδα σε περιόδους μακράς ειρήνης, όταν οι άνθρωποι απέχουν από τη βία του πολέμου και συσσωρεύουν εντός τους αποθέματα επιθετικότητας που δεν ξέρουν πού να τα διοχετεύσουν.
Μήπως τελικά οι κυβερνήσεις δεν είναι τόσο αδιάφορες και η αστυνομία όχι και τόσο ανίκανη, όσο νομίζουμε;
Οι ταραξίες που κάθε λίγο και λιγάκι αναστατώνουν τον τόπο, είναι πολύ εύκολο να συλληφθούν. Ο κόσμος απορεί γιατί η αστυνομία δεν το κάνει και δίνονται γι αυτό διάφορες εξηγήσεις. Η πιο συνηθισμένη είναι ότι αυτές οι ταραχές εξυπηρετούν σκοτεινούς κύκλους και σκοτεινά συμφέροντα. Πολύ πιθανό.
Μια εξήγηση που δεν ακούγεται καθόλου είναι ότι με αυτό τον τρόπο εκτονώνεται - με κάποιες αβαρίες εννοείται - η συσσωρευμένη βία που αποθηκεύεται σιγά-σιγά μέσα μας σε περιόδους ειρήνης και η οποία, αν δεν εκτονωθεί, είναι πολύ επικίνδυνη και δεν ξέρουμε πού μπορεί να οδηγήσει.
Ο αθλητισμός π.χ. εκτός του ότι είναι μια πολύ υγιεινή συνήθεια για όσους τον ασκούν, είναι επίσης και μια πρώτης τάξεως ασφαλιστική δικλίδα για όσους τον παρακολουθούν. Ειδικά όταν πρόκειται για ομαδικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Εδώ μπορεί κανείς να βγάλει από μέσα του πολλές εντάσεις με νόμιμο τρόπο και δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα πολεμικό παιχνίδι, εφόσον έχουμε δυο ομάδες που επιτίθενται η μία στην άλλη με στόχο να νικηθεί η μία και να νικήσει η άλλη. Έτσι, με αυτή τη συμβολική βία μπορεί να εκτονωθεί κανείς, αλλά καμιά φορά δεν είναι αρκετό αυτό. Τότε η βία θα γίνει πραγματική, θα σπάσουν καθίσματα, θα μπουν φωτιές και θα πέσει και ξύλο. Δεν πειράζει, αρκεί να μη γίνει κανένας φόνος. Το θέμα είναι να εκτονωθεί ο κόσμος, όλοι αυτοί οι άνδρες της γόνιμης ηλικίας δηλαδή που τους τρελαίνει η τεστοστερόνη τους.
Και τα κλασικά αθλήματα του στίβου, πολύ πιο ευγενικά αυτά, έχουν καθαρή πολεμική προέλευση. Το ακόντιο, ο δίσκος, η σφαίρα, ο δρόμος, όλα υποδηλώνουν πολεμική δραστηριότητα, αλλά η εκτόνωση που προσφέρουν στο κοινό δεν είναι σπουδαία. Μια καλή εκτόνωση πάντως είναι να παρακολουθεί κανείς αγώνες πάλης ή πυγμαχίας.
Πολεμική δραστηριότητα υποδηλώνουν επίσης και οι ταραχές που γίνονται στις πόλεις κατά καιρούς. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βλέπει κανείς κτήρια να καίγονται, βιτρίνες να σπάνε, αυτοσχέδιες βόμβες να εκρήγνυνται. Αλλά με τέτοια επεισόδια ξαναζεί φαίνεται η συλλογική μας μνήμη τους αμέτρητους πολέμους που έχει βιώσει το είδος μας και η πολεμική ατμόσφαιρα λίγων ωρών είναι πιθανό να μάς απαλλάσσει από τις συσσωρευμένες εσωτερικές μας εντάσεις. Ίσως, αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, να είχαμε πραγματικό πόλεμο.
Κι αυτόν κανείς μας δεν τον θέλει σήμερα πια.
Μπορεί λοιπόν η κοινωνική βία και εγκληματικότητα να μην πατάσσεται ικανοποιητικά, επειδή κάποιοι σκέφτονται ότι με αυτό τον τρόπο οι πιο ζωηροί και ταραχώδεις συμπολίτες μας βρίσκουν διέξοδο και δεν προχωρούν στα χειρότερα, στα οποία πολύ εύκολο είναι παρασυρθεί κατόπιν ολόκληρη η κοινωνία. Αν κάτι τέτοιο έχουν στο νου τους οι ιθύνοντες κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Ωστόσο οι ισορροπίες σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αρκετά εύθραυστες και, όταν βλέπουμε πολίτες να κραδαίνουν όπλα για την αυτοάμυνά τους, μάλλον η ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει προς την επικίνδυνη μεριά.
Τον τελευταίο καιρό πάντως στον τόπο μας έχουν συμβεί αποτρόπαιοι φόνοι που σηματοδοτούν το τέλος των κοινωνικών αντοχών μας. Αν μια συμβολική βία είναι απαραίτητη για να εκτονώνονται τα πιο ζωηρά στοιχεία της κοινωνίας, η πραγματική βία, δηλαδή ο φόνος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε από τους πολίτες ούτε από αυτούς που έχουν την εξουσία. Κι αν οι έχοντες την εξουσία δεν έχουν και την ικανότητα να περιορίσουν τη βία στις συμβολικές μορφές της, οι πολίτες θα καταφύγουν στην πραγματική βία είτε μιμούμενοι τους παραβάτες είτε αμυνόμενοι εναντίον τους. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι ο κοινωνικός ιστός θα αρχίσει να ξηλώνεται και θα γυρίσουμε πάλι σε εποχές που έχουμε ξεχάσει, τότε που ο καθένας υπεράσπιζε τον εαυτό του μόνος του και το κράτος ήταν απλώς μια εικόνα στο βάθος.
Για να το πούμε αλλιώς: μια μορφή βίας μπορεί να είναι αναγκαίο κακό σε μια ειρηνική κοινωνία που χρειάζεται τις ασφαλιστικές δικλίδες της, αλλά η αιματηρή και επαναλαμβανόμενη βία δεν είναι πια δικλίδα, είναι ξεκλείδωτες και ορθάνοιχτες θύρες για να ορμήσει μέσα ανεξέλεγκτη η εγκληματικότητα.
ketivasilkakou.blogspot. com
Μπορεί η βία στη φύση να θεωρείται απαραίτητη για την επιβίωση των ειδών και η απουσία της να αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα για το ζωικό μας πρόγονο.
Από τη στιγμή όμως που ο πρόγονός μας ξεκίνησε να δημιουργεί πολιτισμό, η βία και τα αποτελέσματά της πήραν ηθική χροιά και εμφανίστηκε και ο όρος εγκληματικότητα για να δηλώσει την παραβίαση των νόμων που η δικαιοσύνη τιμωρεί. Επομένως κανείς λογικός άνθρωπος δεν είναι δυνατό να εκτιμά τους μαχαιροβγάλτες, τους μαφιόζους, τους ληστές τραπεζών και τους δολοφόνους αθώων ανθρώπων.
Ή μήπως όχι;
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που ο κόσμος αθέλητα στρέφεται με συμπάθεια προς τέτοιες εγκληματικές φυσιογνωμίες για λόγους που μόνο η ψυχιατρική μπορεί να εξηγήσει. Βιαστές και δολοφόνοι γυναικών γίνονται αντικείμενο λατρείας άλλων γυναικών που τους στέλνουν ερωτικά γράμματα στη φυλακή. Ληστές και φονιάδες αντιμετωπίζονται από μια μερίδα της κοινής γνώμης με θαυμασμό περίπου σαν ήρωες πολέμου. Το αιμομικτικό, δολοφονικό ζεύγος Μπόνι και Κλάιντ έγινε ακόμα και κινηματογραφική ταινία και οι θεατές πολύ τους συμπάθησαν, έτσι όπως τους απέδωσε στην οθόνη ο Άρθουρ Πεν.
Να είναι άραγε αυτό ένας μακρινός απόηχος του θαυμασμού που νιώθουμε για τα ισχυρά αρσενικά που επέβαλλαν κάποτε τη βία; Γίνονται αυτοί ένα είδος λαϊκών ηρώων σε εποχές που δεν υπάρχει πόλεμος για να αναδείξει αυθεντικούς ήρωες; Το να τα βάζει κάποιος με μια ολόκληρη κοινωνία και με μια αστυνομία που τον κυνηγά ανελέητα κι αν τον τσακώσει είναι βέβαιο ότι θα τον κάνει κόσκινο από τις σφαίρες, του προσδίδει μια γοητεία, στην οποία ο απλός κόσμος δεν μπορεί να αντισταθεί;
Αυτό είναι ένα ζητούμενο.
Όπως ζητούμενο είναι γιατί σε εποχές ειρήνης φαίνεται να αυξάνεται η κοινωνική βία και η εγκληματικότητα, ενώ από την άλλη η Πολιτεία δείχνει ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το σοβαρό πρόβλημα.
Σκοτεινοί τύποι βρίσκουν την ευκαιρία σε ειρηνικές διαδηλώσεις να καταστρέψουν καταστήματα, να βάλουν φωτιές, να τραυματίσουν, ακόμα και να σκοτώσουν άσχετους πολίτες. Στα γήπεδα η βία είναι πολλές φορές ανεξέλεγκτη, γίνονται καταστροφές, πέφτει ξύλο, φίλαθλοι τραυματίζονται, οι δρόμοι πλημμυρίζουν από εξαγριωμένους νεαρούς και τρέμει κανείς μη βρεθεί στο διάβα τους. Βόμβες εκρήγνυνται πού και πού, άνθρωποι διαμελίζονται.
Συμμορίες λυμαίνονται τις συνοικίες, καμιά φορά δολοφονούν αυτούς που ληστεύουν, άλλοτε απλώς τους γρονθοκοπούν. Κατόπιν στην τηλεόραση εμφανίζονται νομοταγείς πολίτες που σείουν απειλητικά τις καραμπίνες τους, έτοιμοι να ξεπαστρέψουν τους ληστές που θα τολμήσουν να παραβιάσουν τον ιδιωτικό τους χώρο.
Μια διάχυτη πεποίθηση επικρατεί ότι πια τα πράγματα δεν μπορούν να ελεγχθούν, ότι πάνε από το κακό στο χειρότερο, ότι είμαστε όλοι έρμαια της βίας και της εγκληματικότητας που δεν μπορεί κανείς να αναχαιτίσει. Πολλές αναλύσεις και συζητήσεις γίνονται γι’ αυτό το θέμα και αναζητούνται οι υπαίτιοι που άλλοτε είναι η ανεπαρκής αστυνόμευση, άλλοτε η έλλειψη αγωγής από την οικογένεια και το σχολείο, άλλοτε οι αλλοδαποί, άλλοτε τα video games, άλλοτε η χαλάρωση των ηθών, άλλοτε η τηλεόραση και άλλοτε όλα αυτά μαζί. Κατηγορούνται επίσης η σύγχρονη τάση για εύκολο πλουτισμό και η απληστία που παρασύρουν πολλά άτομα με χαλαρή συνείδηση σε βίαιες αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Έχει όμως πράγματι αυξηθεί τόσο πολύ η εγκληματικότητα ή έχει αυξηθεί η ενημέρωσή μας γι αυτήν; Φαίνεται ότι μάλλον έχουν αυξηθεί και τα δύο.
Μια άλλη πλευρά αυτού του προβλήματος είναι κατά πόσον η βία και η εγκληματικότητα λειτουργούν σαν ασφαλιστική δικλίδα σε περιόδους μακράς ειρήνης, όταν οι άνθρωποι απέχουν από τη βία του πολέμου και συσσωρεύουν εντός τους αποθέματα επιθετικότητας που δεν ξέρουν πού να τα διοχετεύσουν.
Μήπως τελικά οι κυβερνήσεις δεν είναι τόσο αδιάφορες και η αστυνομία όχι και τόσο ανίκανη, όσο νομίζουμε;
Οι ταραξίες που κάθε λίγο και λιγάκι αναστατώνουν τον τόπο, είναι πολύ εύκολο να συλληφθούν. Ο κόσμος απορεί γιατί η αστυνομία δεν το κάνει και δίνονται γι αυτό διάφορες εξηγήσεις. Η πιο συνηθισμένη είναι ότι αυτές οι ταραχές εξυπηρετούν σκοτεινούς κύκλους και σκοτεινά συμφέροντα. Πολύ πιθανό.
Μια εξήγηση που δεν ακούγεται καθόλου είναι ότι με αυτό τον τρόπο εκτονώνεται - με κάποιες αβαρίες εννοείται - η συσσωρευμένη βία που αποθηκεύεται σιγά-σιγά μέσα μας σε περιόδους ειρήνης και η οποία, αν δεν εκτονωθεί, είναι πολύ επικίνδυνη και δεν ξέρουμε πού μπορεί να οδηγήσει.
Ο αθλητισμός π.χ. εκτός του ότι είναι μια πολύ υγιεινή συνήθεια για όσους τον ασκούν, είναι επίσης και μια πρώτης τάξεως ασφαλιστική δικλίδα για όσους τον παρακολουθούν. Ειδικά όταν πρόκειται για ομαδικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Εδώ μπορεί κανείς να βγάλει από μέσα του πολλές εντάσεις με νόμιμο τρόπο και δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα πολεμικό παιχνίδι, εφόσον έχουμε δυο ομάδες που επιτίθενται η μία στην άλλη με στόχο να νικηθεί η μία και να νικήσει η άλλη. Έτσι, με αυτή τη συμβολική βία μπορεί να εκτονωθεί κανείς, αλλά καμιά φορά δεν είναι αρκετό αυτό. Τότε η βία θα γίνει πραγματική, θα σπάσουν καθίσματα, θα μπουν φωτιές και θα πέσει και ξύλο. Δεν πειράζει, αρκεί να μη γίνει κανένας φόνος. Το θέμα είναι να εκτονωθεί ο κόσμος, όλοι αυτοί οι άνδρες της γόνιμης ηλικίας δηλαδή που τους τρελαίνει η τεστοστερόνη τους.
Και τα κλασικά αθλήματα του στίβου, πολύ πιο ευγενικά αυτά, έχουν καθαρή πολεμική προέλευση. Το ακόντιο, ο δίσκος, η σφαίρα, ο δρόμος, όλα υποδηλώνουν πολεμική δραστηριότητα, αλλά η εκτόνωση που προσφέρουν στο κοινό δεν είναι σπουδαία. Μια καλή εκτόνωση πάντως είναι να παρακολουθεί κανείς αγώνες πάλης ή πυγμαχίας.
Πολεμική δραστηριότητα υποδηλώνουν επίσης και οι ταραχές που γίνονται στις πόλεις κατά καιρούς. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βλέπει κανείς κτήρια να καίγονται, βιτρίνες να σπάνε, αυτοσχέδιες βόμβες να εκρήγνυνται. Αλλά με τέτοια επεισόδια ξαναζεί φαίνεται η συλλογική μας μνήμη τους αμέτρητους πολέμους που έχει βιώσει το είδος μας και η πολεμική ατμόσφαιρα λίγων ωρών είναι πιθανό να μάς απαλλάσσει από τις συσσωρευμένες εσωτερικές μας εντάσεις. Ίσως, αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, να είχαμε πραγματικό πόλεμο.
Κι αυτόν κανείς μας δεν τον θέλει σήμερα πια.
Μπορεί λοιπόν η κοινωνική βία και εγκληματικότητα να μην πατάσσεται ικανοποιητικά, επειδή κάποιοι σκέφτονται ότι με αυτό τον τρόπο οι πιο ζωηροί και ταραχώδεις συμπολίτες μας βρίσκουν διέξοδο και δεν προχωρούν στα χειρότερα, στα οποία πολύ εύκολο είναι παρασυρθεί κατόπιν ολόκληρη η κοινωνία. Αν κάτι τέτοιο έχουν στο νου τους οι ιθύνοντες κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Ωστόσο οι ισορροπίες σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αρκετά εύθραυστες και, όταν βλέπουμε πολίτες να κραδαίνουν όπλα για την αυτοάμυνά τους, μάλλον η ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει προς την επικίνδυνη μεριά.
Τον τελευταίο καιρό πάντως στον τόπο μας έχουν συμβεί αποτρόπαιοι φόνοι που σηματοδοτούν το τέλος των κοινωνικών αντοχών μας. Αν μια συμβολική βία είναι απαραίτητη για να εκτονώνονται τα πιο ζωηρά στοιχεία της κοινωνίας, η πραγματική βία, δηλαδή ο φόνος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε από τους πολίτες ούτε από αυτούς που έχουν την εξουσία. Κι αν οι έχοντες την εξουσία δεν έχουν και την ικανότητα να περιορίσουν τη βία στις συμβολικές μορφές της, οι πολίτες θα καταφύγουν στην πραγματική βία είτε μιμούμενοι τους παραβάτες είτε αμυνόμενοι εναντίον τους. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι ο κοινωνικός ιστός θα αρχίσει να ξηλώνεται και θα γυρίσουμε πάλι σε εποχές που έχουμε ξεχάσει, τότε που ο καθένας υπεράσπιζε τον εαυτό του μόνος του και το κράτος ήταν απλώς μια εικόνα στο βάθος.
Για να το πούμε αλλιώς: μια μορφή βίας μπορεί να είναι αναγκαίο κακό σε μια ειρηνική κοινωνία που χρειάζεται τις ασφαλιστικές δικλίδες της, αλλά η αιματηρή και επαναλαμβανόμενη βία δεν είναι πια δικλίδα, είναι ξεκλείδωτες και ορθάνοιχτες θύρες για να ορμήσει μέσα ανεξέλεγκτη η εγκληματικότητα.
ketivasilkakou.blogspot. com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου